σκιοφοβία

σκιοφοβία
η боязнь собственной тени

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σκιοφοβία" в других словарях:

  • σκιοφοβία — η, Ν το να φοβάται κανείς τη σκιά, το σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιόφοβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

  • -φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»